- παγοδρομία
- ηάθλημα, χορός ή παιχνίδι πάνω σε πάγο με ειδικά πέδιλα, αλλ. πατινάζ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παγοδρομία — Bλ. λ. πατινάζ. * * * η 1. ολίσθηση πάνω σε παγωμένη και λεία επιφάνεια με ειδικά πέδιλα, ως μέσο μετακίνησης στις χώρες με μεγάλη διάρκεια χειμώνα ή ως άθλημα, αλλ. πατινάζ («παγοδρομία ταχύτητας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… … Dictionary of Greek
παγοδρόμος — ο εκείνος που κάνει παγοδρομία, που ασχολείται με παγοδρομία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοδρομία ή στον παγοδρόμο («παγοδρομικοί αγώνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
παγοδρόμος — ο αθλητής που ασχολείται με την παγοδρομία, πατινέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πατινάρισμα — το [πατινάρω] 1. η πράξη τού πατινάρω, το πατινάζ, η πεδιλοδρομία ή η παγοδρομία 2. τεχνολ. γενική ονομασία φαινομένων κατά τα οποία δύο επιφάνειες που θα έπρεπε να έχουν ισχυρή πρόσφυση γλιστρούν μεταξύ τους, ολίσθηση, γλίστρημα … Dictionary of Greek
πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… … Dictionary of Greek
παγοδρομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται, ανήκει, έχει σχέση με την παγοδρομία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατινάρισμα — το (λ. γαλλ.) 1. πεδιλοδρομία, παγοδρομία. 2. η επιτόπου στροφή τροχού του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)